Όλα ξεκίνησαν ξαφνικά ,μια συνηθισμένη μέρα όταν άνοιξα την πόρτα του δωματίου του δωδεκάχρονου γιού μου.
«Ομορφιά μου, ξύπνα. Είναι 7.30, θα αργήσεις»
«Άσε μας ρε μάνα πρωί-πρωί» ακούστηκε μια φωνή να λέει κάτω από τα σκεπάσματα. Σαν να με χτύπησαν ρευματοφόρα σύρματα κοκάλωσα για λίγο ,μετά έκανα όπισθεν και εκτέλεσα την εντολή της φωνής.
Άκουσα καλά; «Ρε μάνα»; Που πήγε το «μαμά μου»; Δηλαδή πως πάει; Από το «μανούλα» στο «μαμά» και μετά στο «ρε μάνα» και μετά και μετά ;Στο σκέτο «ρε» ίσως; Ή μήπως στο ακόμα χειρότερο, στην καμία προσφώνηση; Προσπαθώ να συνέλθω γρήγορα γιατί σε λίγο θα μπουκάρει από την πόρτα αυτός ο άγνωστος. Μια σκέψη μου δίνει ελπίδα : μήπως έβλεπε κανένα εφιάλτη την ώρα που μου μίλησε; Αχ μακάρι να έβλεπε εφιάλτη ,γιατί αλλιώς σημαίνει ότι τον βλέπω εγώ. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ ή ΕΔΩ ή ΕΔΩ
«Ομορφιά μου, ξύπνα. Είναι 7.30, θα αργήσεις»
«Άσε μας ρε μάνα πρωί-πρωί» ακούστηκε μια φωνή να λέει κάτω από τα σκεπάσματα. Σαν να με χτύπησαν ρευματοφόρα σύρματα κοκάλωσα για λίγο ,μετά έκανα όπισθεν και εκτέλεσα την εντολή της φωνής.
Άκουσα καλά; «Ρε μάνα»; Που πήγε το «μαμά μου»; Δηλαδή πως πάει; Από το «μανούλα» στο «μαμά» και μετά στο «ρε μάνα» και μετά και μετά ;Στο σκέτο «ρε» ίσως; Ή μήπως στο ακόμα χειρότερο, στην καμία προσφώνηση; Προσπαθώ να συνέλθω γρήγορα γιατί σε λίγο θα μπουκάρει από την πόρτα αυτός ο άγνωστος. Μια σκέψη μου δίνει ελπίδα : μήπως έβλεπε κανένα εφιάλτη την ώρα που μου μίλησε; Αχ μακάρι να έβλεπε εφιάλτη ,γιατί αλλιώς σημαίνει ότι τον βλέπω εγώ. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ ή ΕΔΩ ή ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου